Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Φάκελος ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ.......



Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις κρατούμενες στη μοναδική φυλακή για γυναίκες σε όλη τη χώρα;

Η επικοινωνία με τους δικούς τους, που προσκρούει σε αντικειμενικές δυσκολίες: αρκετές βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση
από τα σπίτια τους, τα επισκεπτήρια είναι συχνά αδύνατο να γίνουν εξαιτίας της γεωγραφικής απόστασης που χωρίζει τη φυλακή από τον τόπο διαμονής της οικογένειας και των εξόδων που απαιτούνται. Κάτι που προφανώς έχει ενταθεί με τη μεταφορά των γυναικείων φυλακών στη Θήβα.

Ελλειψη επικοινωνίας που συνιστά μαρτύριο για τις μητέρες κρατούμενες που ξεπερνούν τα δύο τρίτα του πληθυσμού στις γυναικείες φυλακές. Πολλά παιδιά
στην άλλη άκρη της Ελλάδας αδυνατούν να ταξιδέψουν καθώς τα έξοδα μεταφοράς, διαμονής, διατροφής είναι αρκετά, ενώ χρειάζονται και ενήλικα συνοδό. Τουλάχιστον στην Αθήνα, όλο και κανένας συγγενής ή φίλος μπορεί να υπήρχε, ενώ στη Θήβα...

Αν γνωρίζουμε λίγα για τις φυλακές, για τις γυναικείες φυλακές είναι ακόμη λιγότερα αυτά που γίνονται γνωστά. Οδηγός μας για να αφουγκραστούμε τις αγωνίες πίσω
από τα τείχη της κοινωνικής απομόνωσης είναι η έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών στο πλαίσιο του προγράμματος «Αλκηστις-EQUAL: Οικογενειακή-κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη ειδικών ομάδων πληθυσμού.

Η περίπτωση
των γυναικών κρατουμένων» των Φρονίμου-Μητροσύλη (Δεκέμβριος 2006) και η διατριβή «Μάνες υπό περιορισμό: μητρικές αναπαραστάσεις σε μια ελληνική γυναικεία φυλακή» της Τουλίνας Δέμελη (Οκτώβριος 2007).

Μερικά γενικά χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν την ταξικότητα της φυλακής ως χώρου ελέγχου
των «ευάλωτων»: η πλειονότητα των κρατουμένων προέρχεται από κατώτερα κοινωνικά-οικονομικά στρώματα και διαθέτει μάλλον χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η ίδια η ζωή στη φυλακή συνεπάγεται έξοδα για προσωπικά είδη (προσωπικής καθαριότητας κ.λπ.) τα οποία ορισμένες κρατούμενες έκριναν «δυσβάσταχτα».

Μέχρι τον Μάιο κρατούνταν
στην «Κορδαλλού», όπως οι ίδιες οι κρατούμενες αποκαλούσαν τις γυναικείες φυλακές, υπερδιπλάσιες από τη χωρητικότητά τους: σχεδόν 600 γυναίκες για 270 θέσεις, εκ των οποίων 218 αλλοδαπές και 187 υπόδικες.

Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ύστερα
από αυτοψία το 2004 διαπίστωνε πέραν του υπερπληθυσμού ελάχιστες δυνατότητες ψυχαγωγίας και άθλησης, ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, κακές συνθήκες καθαριότητας, που διευκολύνουν τη μετάδοση ασθενειών, ευρύτατα διαδεδομένη χορήγηση ψυχοφαρμάκων, ελλείψεις γιατρών και κυρίως επιστημονικού προσωπικού.

Τα αδικήματά τους μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: σχεδόν
οι μισές, για την ακρίβεια 283, κρατούνταν για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και εγκλήματα κατά της ζωής. Σήμερα έχουν μεταφερθεί στη Θήβα χωρητικότητας 400 γυναικών όσες έχουν καταδικαστεί, μαζί τους και μητέρες με τα παιδιά τους, ενώ σε ειδικό χώρο κρατούνται οι ανήλικες που έχουν παραβεί τον νόμο. Οι υπόδικες παραμένουν στον Κορυδαλλό.

Μπορεί ο συνωστισμός να μην αποτελεί πλέον πρόβλημα, αλλά έτσι κι αλλιώς
οι γυναίκες σπάνια διαμαρτύρονται για τις συνθήκες κράτησης. Αλλα είναι τα προβλήματα που τις «καίνε».

* Εντονα οδυνηρή χαρακτηρίζουν την εμπειρία του μηχανισμού απονομής ποινικής δικαιοσύνης, καθώς πιστεύουν ότι
οι ποινές τους είναι κατά πολύ αυστηρότερες από τις αντίστοιχες των ανδρών. Σύμμαχός τους σ'αυτή την εντύπωση, η διακομματική επιτροπή της Βουλής για τις φυλακές που εφιστούσε την προσοχή του νομοθέτη στο φαινόμενο της άμετρης εγκληματοποίησης πολλών μορφών συμπεριφοράς, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ηπιότερα μέσα.

*Η φυλακή
από μόνη της δημιουργεί συνθήκες πόνου, τιμωρίας, απομόνωσης και δυστυχίας και συνιστά μια αφετηρία επώδυνων καταστάσεων για τις φυλακισμένες. Η είσοδος στη φυλακή είναι ένα «σοκ»: δεν ξεχνούν την ταπείνωση του γδυσίματος και της σωματικής έρευνας όταν περάσουν το κατώφλι της, που τους δημιουργούν αισθήματα ντροπής και βρωμιάς. «Πολλές γυναίκες βιώνουν αυτή τη διαδικασία ως μια διάβαση από την αξιοπρέπεια στον εξευτελισμό και την ταπείνωση, που τους αφήνει ανεξίτηλα σημάδια».

*Αρχικά βιώνουν μια ιδιαίτερα φορτισμένη ψυχολογικά περίοδο προσαρμογής που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφικές σκέψεις και πράξεις (απόπειρες αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμοί).

* Φόβος, θλίψη,
απόγνωση, το άγχος της μοναξιάς και της σιωπής, συναισθήματα που συχνά σωματοποιούνται κι εκφράζονται με διάφορα συμπτώματα. Και μετά είναι η αίσθηση ότι τα πάντα είναι τα ίδια, ακίνητα: ο καιρός περνάει χωρίς νόημα, σε πλήρη απραξία και τις μεταμορφώνει σε άψυχα, αζήτητα μέσα στον χρόνο όντα. Γίνεται έτσι ακόμη πιο δύσκολη η μετάβαση από την παθητική καθημερινότητα της φυλακής με τις μετέπειτα αυξημένες απαιτήσεις της ζωής στην κοινωνία.

* «Το μορφωτικό και το κοινωνικό επίπεδο της οικογένειας έχει σχέση. Οσο πιο μορφωμένοι και καταρτισμένοι είναι τόσο πιο μεγάλη προκατάληψη υπάρχει απέναντι στη φυλακή... Κι εγώ πολλές φορές λέω καλύτερα να μην ήμουν
από την οικογένεια που είμαι... το να μην έχεις ένα δικό σου άνθρωπο είναι φοβερό», λέει η Αθηνά αποτυπώνοντας το ότι ανάλογη με την οικογένεια προέλευσης είναι και η στήριξη που λαμβάνουν στη φυλακή. Στην πλειονότητα, που προέρχεται από οικογένειες με λιγοστά εισοδήματα, η ύπαρξη οικογενειακών δικτύων στήριξης της έγκλειστης μητέρας αποτελεί τον κανόνα κι ας υπάρχουν εξαιρέσεις. Στις λιγοστές όμως περιπτώσεις γυναικών από ευκατάστατες οικογένειες τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, ίσως και τραγικά. Το κοινωνικό γόητρο της οικογένειας δέχεται σημαντικό πλήγμα και επιλέγουν είτε να την εγκαταλείψουν στην τύχη της καθώς «ντρόπιασε το όνομα της οικογένειας» είτε τείνουν να αποσιωπούν το γεγονός της φυλάκισης όταν αυτό είναι δυνατό στις κοινωνικές τους συναναστροφές.

*Κι ακόμη, όπως αφηγείται η Μίτση: «Αλλες είναι χωρισμένες, άλλες τις άφησαν
οι άντρες τους όταν ήρθαν εδώ, τους πήραν τα παιδιά...».

Μητέρες

*Το μεγαλύτερο όμως κόστος του εγκλεισμού για τις
γυναίκες, αυτό που τις συγκλονίζει, είναι το γεγονός ότι θα είναι μακριά από τα παιδιά τους: αυτό αποτελεί ένα από τα πλέον δυσβάσταχτα «δεινά της φυλάκισης» καθώς η μητρική σχέση δέχεται καίρια πλήγματα. Το πρόβλημα καθίσταται οξύ για τις μητέρες κρατούμενες, όταν δεν έχουν σε ποιον να αφήσουν τα ανήλικα παιδιά τους ή όταν δεν ξέρουν τι απόφαση να πάρουν σχετικά με τα μωρά ή τα νήπια μέχρι τριών χρόνων: να τα κρατήσουν μαζί τους στη φυλακή ή να τα αποχωριστούν και να μεγαλώσουν εκτός φυλακής. Οι περισσότερες αποφασίζουν να τα κρατήσουν μαζί τους και συνήθως αφού απομακρυνθούν τα παιδιά προβληματίζονται για την ορθότητα της επιλογής τους, καθώς γίνεται φανερό αν και κατά πόσο επηρεάστηκαν από τον εγκλεισμό τους: αυτό που φαίνεται να μένει χαραγμένο στη μνήμη των παιδιών είναι το μαζικό και ταυτόχρονο κλείδωμα και ξεκλείδωμα των κελιών, θαλάμων και πτερύγων, πρωί-βράδυ.

Κοινό σημείο: η τραγικότητα της στιγμής του αποχωρισμού όταν το παιδί φεύγει. Υπάρχουν παραδείγματα γυναικών που εγκαταλείπουν τον εαυτό τους στα ψυχοφάρμακα. Ομως πέρα
από τις έγκλειστες γυναίκες, έμβρυα, βρέφη και παιδιά καλούνται να υποστούν τις συνέπειες τους εγκλεισμού. Εδώ βρίσκεται και το παράδοξο: τα παιδιά που μπαίνουν φυλακή είναι οι μοναδικές περιπτώσεις ανθρώπων που βρίσκονται εκεί χωρίς να συντρέχει νομικός λόγος.

* Μερικές
γυναίκες μπορεί να διακόψουν τα επισκεπτήρια με τα παιδιά τους, ενώ άλλες δεν τους λένε πως είναι φυλακή αλλά ότι λείπουν σε ταξίδι για λόγους υγείας ή επαγγελματικούς, θεωρώντας ότι «τα προστατεύουν» καθώς έχουν υπάρξει περιπτώσεις παιδιών που εκδήλωσαν σωματικές αντιδράσεις ή έχασαν τάξη στο σχολείο μετά τη φυλάκιση της μητέρας τους.

*Ο χρόνος που θα έχει περάσει στη φυλακή η μητέρα έχει απώλειες τελεσίδικες, όπως το να μη βλέπει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να μην μπορεί να συμβάλει
στην ανατροφή τους.

*Ιδιαιτερότητα της γυναικείας φυλακής αποτελεί ότι τους αποδίδεται επιπλέον μια κοινωνική μομφή, ο στιγματισμός αναφέρεται στη γονική τους ικανότητα. Ανησυχούν μήπως κατηγορηθούν ως κακές μητέρες, φοβούνται μήπως τις ξεχάσουν τα παιδιά τους και στέλνουν αντικείμενα και κατασκευές που φτιάχνουν
οι ίδιες και προσπαθούν να δείχνουν ότι είναι κοντά τους, ζουν με την αγωνία της ενδεχόμενης στέρησης της επιμέλειας των παιδιών τους.

*Μερικές φορές το τηλέφωνο αποτελεί το μοναδικό προσφερόμενο μέσο με το οποίο προσπαθούν να μετριάσουν το κενό της απουσίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της σχέσης τους με τα παιδιά. Τα προβλήματα ωστόσο της τηλεφωνικής επικοινωνίας είναι πολλαπλά: τα έξοδα για την αγορά της τηλεκάρτας που εξαρτάται και
από την οικονομική κατάσταση της κρατούμενης, η αναμονή σε μεγάλες ουρές για τα λίγα κοινόχρηστα καρτοτηλέφωνα, η φασαρία, η αδυναμία απομόνωσης και η διεξαγωγή της συνομιλίας παρουσία πολλών ανθρώπων που περιμένουν και αυτοί να τηλεφωνήσουν.

Προγράμματα

*
Οι κρατούμενες αντιστοιχούν σχεδόν στο 5% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού των φυλακών: κατά συνέπεια τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και απασχόλησης και οι δυνατότητες για εκπαίδευση και επιμόρφωση των γυναικών είναι περιορισμένες, παρά την πρόβλεψη για ισότιμη μεταχείριση των κρατουμένων. Ελάχιστες είναι και οι θέσεις εργασίας με ευεργετικό υπολογισμό. Ωστόσο η δυνατότητα επαγγελματικής επανένταξης αποκτά ειδικό βάρος και σημασία για τις μητέρες που μετά την αποφυλάκιση θα κληθούν να συντηρήσουν μόνες τα παιδιά τους, όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις.

* Σοβαρά κωλύματα στη διαδικασία της επανένταξης υπάρχουν όχι μόνο λόγω του στίγματος, αλλά εξαιτίας και της νομοθεσίας περί ποινικού μητρώου. Μπορεί να αναγνωρίζεται χρόνια ότι η φροντίδα για την κοινωνική επανένταξη αποτελεί καθήκον της πολιτείας, αλλά η πολιτεία ουδέποτε ανέλαβε τις ευθύνες της.

*Μετασωφρονιστική μέριμνα; Πολλές
γυναίκες μετά την αποφυλάκιση αντιμετωπίζουν ακόμη και προβλήματα στέγης. Τελικά η επιστροφή στο σπίτι δεν είναι το πιο απλό πράγμα: προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης, επανασύνδεσης με την οικογένεια, ανάκτησης της μητρικής εξουσίας με παιδιά που έχουν μεγαλώσει μακριά τους ή διαλυμένες οικογένειες, κυρίως έπειτα από μακροχρόνιες ποινές αντιμετωπίζουν οι περισσότερες.

Οπως διηγείται η σ: «Υστερα
από τόσα χρόνια έχω ξεχάσει να ζω... Για να φύγω στην άδεια και να πάω από δω στον Πύργο μού έχουν δείξει πώς να το κάνω. Ή όταν πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ, εγώ χάνομαι. "Αμάν, ρε μαμά!"... Μια φορά πήγαμε σινεμά κι άφησα σ'αυτές (σ.σ. τις κόρες της) την πρωτοβουλία να βγάλουν εισιτήρια. Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν ήξερα να βγάλω εισιτήρια...».

Η Λίνα πριν φυλακιστεί κρατούσε τα οικονομικά και λογιστικά ενός πρατηρίου καυσίμων...
Συνθήκες πόνου, τιμωρίας, απομόνωσης
Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να νιώθει ελεύθερος στη φυλακή; Τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Ηλέκτρα: «Πολλή, πολλή, πολλή κακοποίηση. Ηταν η ζωή μου ένας εφιάλτης, μια κόλαση ήταν η ζωή μου. Το μόνο λάθος μου ήταν ότι δεν είχα φύγει.... Επινε και ερχόταν και με χτυπούσε...Εκείνη
τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Και να πω ότι είχα κάπου φταίξει.... Δεν είμαι ούτε καμιά άτιμη, ούτε καμιά -με συγχωρείς- βρωμιάρα. Ολη τη μέρα ήμουν με το σπίτι, με τη δουλειά και με τα παιδιά. Δεν έκανα τίποτα άλλο. Θα μπορούσε να είχε συμβεί και κάτι χειρότερο, γιατί χτυπούσε και τα παιδιά. Και τα παιδιά μεγάλωναν, καταλάβαιναν, δεν θα μπορούσαν να το ανεχτούν. Γιατί τα χτυπούσε και σε άσχημα σημεία: στο κεφάλι, στο πρόσωπο... Φοβόμουν και για το χειρότερο...».

Αποκαλυπτική η μαρτυρία από τη διατριβή «Μάνες υπό περιορισμό: μητρικές αναπαραστάσεις σε μια ελληνική γυναικεία φυλακή», που ολοκλήρωσε πέρσι η διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, νομικός Παναγιώτα Τουλίνα Δέμελη, για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, φωτίζει τα ανομολόγητα δράματα που θάβονται στα ερείπια των κοινωνικών συμβάσεων οδηγώντας σε αμετάκλητα κρίματα.

Ενα στοιχείο που συνδέει τις ιστορίες ορισμένων γυναικών που έχουν καταδικαστεί για ανθρωποκτονία είναι η προηγούμενη σχεδόν καθημερινή κακοποίησή τους στον οικιακό χώρο
από τα θύματα, από τους τότε συζύγους ή ερωτικούς τους συντρόφους. Ξυλοδαρμοί που ενίοτε κατέληγαν στην πολυήμερη νοσηλεία τους ή και στην αυτεπάγγελτη απαγγελία κατηγοριών κατά των δραστών - συζύγων αλλά και σε μόνιμες βλάβες στην υγεία τους. «Τα επώδυνα βιώματα γυναικών που επί σειρά ετών υποβάλλονταν σε τακτικούς ξυλοδαρμούς κι εξευτελισμούς είναι τέτοιου βαθμού ώστε αρκετές καταλήγουν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι, αν και φυλακισμένες, γεύονται στιγμές ελευθερίας, απαλλαγμένες πλέον από τη συζυγική απειλή, βία και καταπίεση», μας λέει η ερευνήτρια θέτοντας ένα εύλογο ερώτημα: «Πόσο ελεύθερη ήταν η καθημερινότητά τους πριν από τον εγκλεισμό;».

Απίστευτη τραγικότητα φωλιάζει στα λόγια της Ηλέκτρας, που της «έχει μείνει πρόβλημα στο κεφάλι
από τα χτυπήματα»: «Τώρα άρχισα να αισθάνομαι ελεύθερα. Το καταλαβαίνετε;»...

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ειδικής κατηγορίας «ζωοδότρας» - «φόνισσας», της γυναίκας που δίνει και παίρνει ζωή, όπως αποτυπώνονται στη διατριβή;

* «Τα εν οίκω μη εν δήμω»: κοινός τόπος στη φυλακή ότι πολλές κακοποιημένες
γυναίκες δεν βοηθάνε τον εαυτό τους στο δικαστήριο γιατί «δεν μιλάνε»: υποστηρίζουν ότι είναι ντροπή να μιλάς για την οικογενειακή βία, ότι είναι οικογενειακή υπόθεση, έτσι αντιμετωπίζεται και από το συγγενικό περιβάλλον.

* Ακόμη κι όταν φοβούνται για
τη ζωή τους, την ιδέα της οριστικής φυγής αποτρέπει ο φόβος και η απειλή του συζύγου «όπου και να πας θα σε σκοτώσω». Τα παιδιά αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα συμβάλλοντας στην ανασφάλεια μιας μητέρας μόνης με την ευθύνη προστασίας ανηλίκων.
* Οταν το θύμα είναι ο πατέρας των παιδιών και τη φροντίδα τους αναλαμβάνουν τα πεθερικά (δύο περιπτώσεις), δηλαδή οι γονείς του νεκρού, τότε τις εκδικούνται με το ίδιο νόμισμα, τους παίρνουν τα παιδιά απαγορεύοντας οποιαδήποτε επικοινωνία με τις μητέρες. Στη μία περίπτωση πήραν ακόμη και τη δικαστική επιμέλεια. Ωστόσο, εκβιασμοί με βάση το παιδί αναφέρονται και από άλλες κρατούμενες.
Από τις 19 γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις για τη διατριβή, σχεδόν οι μισές (9) βρίσκονταν στη φυλακή καταδικασμένες για εγκλήματα κατά της ζωής.

Θύμα - δράστης
Τη μετατροπή του θύματος σε δράστη διαπιστώνει και η μελέτη «Γυναίκες και ανθρωποκτονία: έρευνα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού», του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), το 2005, στην οποία διερευνήθηκε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με δράστες γυναίκες στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας.

«Φαίνεται να επιβεβαιώνεται η υπόθεση της μετατροπής του θύματος σε δράστη, κυρίως στις περιπτώσεις
των γυναικών που βιώνουν κακοποίηση από τον σύντροφό τους, ενώ από τη μελέτη των φακέλων απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη κακοποίησης, γεγονός που ίσως επιβεβαιώνει την κοινωνική αδιαφορία προς το φαινόμενο, καθώς η ύπαρξή του προκύπτει από τις συνεντεύξεις. Το μη θεατό, για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αυτής της μορφής βίας είναι ένα γεγονός που προκαλεί έντονο προβληματισμό», μας λέει ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, αναπληρωτής καθηγητής Βασίλης Καρύδης. Από αυτή την έρευνα προκύπτει ακόμη:

* Η αξιοσημείωτη προσπάθεια ορισμένων γυναικών να δικαιολογήσουν την ψυχολογική ή και σωματική βία του συζύγου τους.

* Κι εδώ καταγράφεται ότι κάποιες
γυναίκες για προσωπικούς λόγους δεν αποκάλυψαν την κακοποίηση στο δικαστήριο.
* Η ντροπή, η αδυναμία απόδειξης του γεγονότος, ιδιαίτερα στην περίπτωση της ψυχολογικής βίας, και η έλλειψη υποστηρικτικού πλαισίου -κοινωνικού και νομικού χαρακτήρα- είναι κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους δεν αποκαλύπτονται καταχρηστικές συμπεριφορές ενδο-οικογενειακής βίας.

* Αρκετές μαρτυρίες κρατουμένων αναφέρονται σε συστηματική άσκηση βίας ώστε αυτό να αποτελεί τον κανόνα στις σχέσεις με τον σύζυγό τους, ξυλοδαρμό εγκύου μέχρι αποβολής εμβρύου, απόπειρες ενδο-συζυγικού βιασμού και δημόσιους ξυλοδαρμούς.

* Βασικότερος λόγος παραμονής στη σχέση; Η οικονομική εξάρτηση, καθώς
οι περισσότερες είχαν ως κύριο επάγγελμα τα οικιακά, και η έλλειψη στήριξης από το οικογενειακό ή και άμεσο κοινωνικό περιβάλλον. Για τις αλλοδαπές ανασταλτικός παράγοντας είναι τα νομικά κωλύματα παραμονής στη χώρα.

* Ουσιαστικός είναι ο ρόλος του άλλου ερωτικού συντρόφου, σε όσες περιπτώσεις υπάρχει, ως ενδεχόμενου καταλύτη για την απόφαση διάπραξης του εγκλήματος, ενώ υπεισέρχονται και υπολογισμοί οικονομικού χαρακτήρα
από τους συνεργούς.

* Δεν επιβεβαιώνεται ότι
οι γυναίκες που καταλήγουν στη διάπραξη ανθρωποκτονίας συγγενικού προσώπου -κυρίως συζύγου- έχουν ιστορικό κακοποίησης στο συγγενικό τους περιβάλλον.

* Με εξαίρεση δύο περιπτώσεις,
οι κρατούμενες δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπλοκή με αστυνομικές ή δικαστικές αρχές.
Από τις 30 κρατούμενες για ανθρωποκτονία, όταν έγινε η έρευνα, οι έξι ήταν υπόδικες. Συνεντεύξεις έδωσαν 15 κατάδικες και 3 υπόδικες, δηλαδή έδωσε συνέντευξη το 69,2% του δείγματος.

Επικρατέστερη ποινή για όσες καταδικάστηκαν (61%) ήταν η ισόβια κάθειρξη.
Από τις υποθέσεις που είχαν δικαστεί σε δεύτερο βαθμό (69,6%), στις περισσότερες από τις μισές (52,9%) διατηρήθηκε η ίδια ποινή, μείωση καταγράφηκε για το 35,3% των υποθέσεων, ενώ σε μία περίπτωση αποφασίστηκε αύξηση της ποινής.

Στη συντριπτική πλειονότητα
των περιπτώσεων (65,2%) ανθρωποκτονίας από γυναίκα δράστρια το έγκλημα γίνεται μέσα στο πλαίσιο κάποιου είδους ερωτικής (8,7%), συντροφικής-χωρίς γάμο (8,7%) και κυρίως συζυγικής (47,8%) σχέσης. *

ΜΑΡΤΥΡΙΑ
«Η "υγιής" κοινωνία θέλει να αποβάλει τα ταξικά απόβλητα που η ίδια έχει δημιουργήσει»
Σου κάνουνε τον έλεγχο για να μην πιεις τα δικά σου ναρκωτικά
γιατί μόλις μπεις φυλακή και δικτυωθείς πίνεις». Η Ευγενία βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια, όταν ήταν τοξικομανής, στη φυλακή. Τι την ενόχλησε περισσότερο; «Το ψάξιμο, πρωκτικά και κολπικά, για να δουν αν μεταφέρεις τίποτα. Κι ας έχουν μηχάνημα ανίχνευσης...».


Ταπείνωση χειρότερη
στην Ασφάλεια: «Εκεί σε ψάχνουν άντρες, δεν πιστεύω ότι ολόκληρη Γενική δεν έχει γυναίκες...».

Υπερπληθυσμός
στην πτέρυγα των τοξικομανών και «καμία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Καμία μα καμία. Οι γυναικολογικές εξετάσεις που πρέπει να γίνονται δεν γίνονταν ποτέ. Δυστυχώς, πάρα πολλά κορίτσια πάσχουν από σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα, πέρα από AIDS και ηπατίτιδα, δεν έχουν καμία περίθαλψη και παθαίνουν καρκίνο. Αρκετές επειδή δεν έχουν ούτε τη στοιχειώδη παιδεία δεν γνωρίζουν καν ότι είναι άρρωστες, δεν υπάρχει ενημέρωση».

Την είχε σοκάρει ότι υπήρχαν έγκυες
γυναίκες που έμεναν αβοήθητες μέσα, «γυναικολόγος έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε» και η μεταφορά σε νοσοκομείο, ακόμη κι όταν οι γυναικείες φυλακές ήταν στον Κορυδαλλό, ήταν πολύ δύσκολη. Αλλά οι κρατούντες δεν ανησυχούσαν. Είχαν βρει την «πανάκεια»: «Αυτό που δίνανε με τις χούφτες ήταν τα φάρμακα, ψυχοφάρμακα παίρναμε όλες, ασχέτως με το πρόβλημά μας και ασχέτως με τα χρόνια που είχαμε στη χρήση. Εμένα ο οργανισμός μου ήταν καθαρός, είχα λίγα χρόνια στη χρήση και θα μπορούσα με μια απλή ψυχολογική υποστήριξη να απεξαρτηθώ όπως έγινε μετέπειτα, αφού βγήκα από τη φυλακή. Ομως έπαιρνα ψυχοφάρμακα βαριά, ταβόρ, λεξοτανίλ, υπνοσεντόν συν ένα ψυχοφάρμακο που δεν θυμάμαι πώς το λένε: αυτό το κοκτέιλ το παίρνεις μαζί. Ησουν φυτό, παρέλυε όλο σου το σώμα, δεν μπορούσες να γυρίσεις το κεφάλι, σου δημιουργούσε πολύ γρήγορα εξάρτηση. Υποτίθεται ότι τα παίρνεις για να ηρεμήσεις από τα στερητικά της ηρωίνης και στις δύο βδομάδες πάνω έχεις χειρότερα στερητικά. Αν δεν το 'παιρνες, υπέφερες, δεν μπορούσες να ελέγξεις το σώμα σου, οπότε αναγκαστικά το ζήταγες. Δεν ξέρω κατά πόσο έχεις την επιλογή να μην το πάρεις».

Πενία τέχνας κατεργάζεται: «Τα ψυχοφάρμακα, αν δεν τα πίναμε εμείς, τα δίναμε σε κάποιες άλλες για να βγάζουμε τα απαραίτητα, δηλαδή στη φυλακή, αν δεν έχεις χρήματα, πρέπει να βρεις κάποιους άλλους τρόπους για να έχεις τα τσιγάρα σου, χαρτί, οδοντόβουρτσα, τηλεκάρτα, σερβιέτες».

Είχες καμία βοήθεια όταν αποφυλακίστηκες;

«Κανένας δεν με είχε ενημερώσει αν υπάρχει κάτι. Μόλις βγήκα βρέθηκα στον δρόμο με όλη
τη σημασία της λέξεως, κοιμόμουν στα παγκάκια...».

Τι ήθελες να ξεχάσεις όταν βγήκες
από τη φυλακή;

«Δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα,
γιατί αν δεν ζούσα αυτή την εμπειρία, ίσως όλα τα υπόλοιπα να μου φαίνονταν ασήμαντα. Ισως να μου ήταν τελείως ασήμαντο το πόσο σπουδαίο είναι να ζεις, με πολύ λίγα πράγματα, και να παλεύεις και να αγωνίζεσαι...».

Τι δεν θα ξεχάσεις με τίποτα;

«Αυτή την αλληλεγγύη μεταξύ δύο ανθρώπων που έχουν το ίδιο πρόβλημα, είναι κάτι που δεν μπορείς να το βρεις έξω...».

Αν γνωρίζουμε λίγα για τις φυλακές, για τις γυναικείες δεν γνωρίζουμε τίποτα. Η Ευγενία τραβά λίγο το παραπέτασμα. «
Οι περισσότερες γυναίκες εγκαταλείπονται, εκτός αν είναι εργαλείο στον άνδρα: αν οι λόγοι που έχει οδηγηθεί στη φυλακή είναι η πορνεία. Είναι χοντρό για την ελληνική κοινωνία να γνωρίζει ο περίγυρος ότι η γυναίκα σου είναι φυλακή. Πρώτα πρώτα δεν την αποδέχεται η ίδια η οικογένεια».

Και αν
οι εγκληματολόγοι ισχυρίζονται βάσιμα ότι στις φυλακές της νέας τάξης στοιβάζονται τα ευάλωτα οικονομικά κοινωνικά στρώματα, ωστόσο έχει και η φυλακή την ταξικότητά της: «Αυτές που είναι για οικονομικό έγκλημα είναι σε άλλη πτέρυγα απ'τις τοξικομανείς και συνήθως δεν είχαμε επικοινωνία, μας σνομπάριζαν κι επειδή έχουν και χρήματα έξω τις είχαν σε καλύτερη κατάσταση, σε θάλαμο για 20 άτομα κρατούσαν δύο-τρεις και εμείς μέναμε σε κελιά για έναν τέσσερις μαζί».

Δραστηριότητες ανύπαρκτες, ούτε δέκα μεροκάματα για πάνω
από εξακόσιες γυναίκες. «Τι τα θες. Και από το πρωί μέχρι το βράδυ να σε είχαν κλεισμένο σε ένα δωμάτιο με ωραία χρώματα, με ποίηση και μουσική και μέσα στην καλλιτεχνική δραστηριότητα και φωτεινά παράθυρα, αλλά από αυτά τα παράθυρα να μην μπορείς να βγεις έξω και να μένεις εκεί μέσα, πάλι μούδιασμα θα νιώσεις, γιατί είσαι έγκλειστος». Απελπισία που γνωρίζει μόνο αυτός που είναι μέσα. Μας περιγράφει πώς σφάζονταν για να βγουν «έστω τα λίγα μέτρα μέχρι απέναντι το ψυχιατρείο κι ας ήταν στην κλούβα συνοδεία ανθρωποφυλάκων και μπάτσων, για λίγα λεπτά στον έξω κόσμο. Κι όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, αυτή ήταν μια αίσθηση ελευθερίας...».

Οσο για τους έγκλειστους; «
Οι τοξικομανείς φυσικά και δεν πρέπει να είναι μέσα και είναι και πολλοί άλλοι άνθρωποι στη φυλακή που ούτε και αυτοί θα έπρεπε να είναι. Είναι για να συντηρείται το σύστημα, δικηγόροι, γιατροί, πραγματογνώμονες, δικαστές, Αστυνομία...».

Τι λες για
τη μεταφορά των φυλακών στη Θήβα;

«Η υγιής κοινωνία θέλει να αποβάλει τα ταξικά απόβλητα, τα οποία η ίδια έχει δημιουργήσει. Δεν έχει λυθεί ποτέ το ζήτημα ανοίγοντας καινούργιες φυλακές. Σε κάθε καινούργια φυλακή που ανοίγει βρίσκεις άλλους τόσους να βάλεις μέσα. Βέβαια, κάποιοι θα δουλέψουν και θα ωφεληθεί ο "αγαπητός" κλάδος
των ανθρωποφυλάκων. Κατά τα άλλα, καλύπτουμε το πρόβλημά μας, κλείνουμε τα μάτια».
  Η φυλακή δεν είναι πανάκεια

Η έλλειψη επαφής με τον έξω κόσμο είναι, νομίζω, ένα
από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φυλακισμένοι. Είναι αντιφατικό από τη μια να σηκώνεις τείχη, να κόβεις κάθε επαφή με την κοινωνία για τους ανθρώπους αυτούς και μετά να λες ότι πρέπει να τους επανεντάξεις. Μα επανένταξη σημαίνει ακριβώς αυτό: το συμβολικό και πραγματικό γκρέμισμα των τειχών», επισημαίνει μιλώντας στην «Ε» η Εμμυ Φρονίμου, εγκληματολόγος, ερευνήτρια στο ΕΚΚΕ.

«Πρέπει να οργανώνονται όσο το δυνατόν περισσότερο χώροι ελευθερίας μέσα στις φυλακές», τονίζει. «Γι' αυτό μιλώ για την ανάγκη επαφής με τον έξω κόσμο, για τις άδειες εξόδου, για τα επισκεπτήρια, για όλους αυτούς τους θεσμούς που ανοίγουν τη φυλακή προς τα έξω. Η επανένταξη είναι ένα θέμα στο τέλος του δρόμου... και ο δρόμος είναι μακρύς. Μπορεί σήμερα να υπάρχει ένας αριθμός ευρωπαϊκών προγραμμάτων που εστιάζουν στην επαγγελματική επανένταξη, αλλά εμείς ως εγκληματολόγοι ξέρουμε ότι επαγγελματική επανένταξη δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν υπάρξει κοινωνική επανένταξη. Σήμερα υπάρχουν ομάδες πληθυσμού που είναι μειονεκτούσες στην αγορά εργασίας (μακροχρόνια άνεργοι, άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες, άτομα με ειδικές ανάγκες κ.ά.). Σκεφτείτε λοιπόν τους πρώην κρατουμένους με πόσο άνισους όρους καλούνται να αντιμετωπίσουν την έξω πραγματικότητα έχοντας και το στίγμα να τους ακολουθεί».

Εντυπωσιακό επίσης το στοιχείο που προκύπτει μέσα
από τη συζήτησή μας: Οι τελευταίοι σωφρονιστικοί κώδικες από το '89 και μετά έχουν καινοτόμες διατάξεις, που όμως δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Προβλέπουν εναλλακτικές της στερητικής της ελευθερίας ποινές, όπως η τμηματική έκτιση της ποινής, η κοινωφελής εργασία, η ημιελεύθερη διαβίωση, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αντί της φυλάκισης. Τίποτε απ' αυτά δεν έχει γίνει στην πράξη. Παρέμειναν νόμοι στα χαρτιά.

«
Οι συνέπειες της φυλάκισης», θα πει η κ. Φρονίμου, «είναι τόσες (κοινωνικές, ψυχολογικές, οικονομικές) που πραγματικά εμποδίζουν την επανένταξη. Τι θέλει τελικά η κοινωνία; Λέει ότι δεν θέλει εγκληματίες, δεν θέλει υπότροπους. Αυτό όμως δεν πετυχαίνεται με τον θεσμό της φυλακής. Τα στοιχεία σε διεθνές επίπεδο δείχνουν ότι το ποσοστό των υποτροπών ξεπερνάει ακόμη και το 50%, κάτι που σημαίνει ότι η φυλακή δεν είναι πανάκεια, δεν είναι σωφρονισμός, δεν είναι η λύση».

Η ίδια εκφράζει τον προβληματισμό της για τον θεσμό της φυλακής γενικότερα, αλλά «επειδή αυτό είναι ένα θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση, ας το αφήσουμε για την ώρα και ας πούμε να παραμείνει η φυλακή για τα πολύ σοβαρά αδικήματα και για τα υπόλοιπα να εφαρμόζονται εναλλακτικές ποινές».
Οι εναλλακτικές ποινές, σημειώνει, έχουν το πλεονέκτημα ότι κρατούν τον άνθρωπο στο περιβάλλον του, οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό.

Τίποτα δεν έχει γίνει όμως και στο κομμάτι της μετασωφρονιστικής στήριξης
των αποφυλακιζομένων· αναφέρει ακόμη: Η υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για την ομαλή επάνοδο στην κοινωνία και μάλιστα να του συμπαραστέκεται οικονομικά και να φροντίζει για την επαγγελματική κατάρτιση και αποκατάσταση του αποφυλακισμένου, προβλέπεται ήδη από το '99 στον Σωφρονιστικό Κώδικα. Το 2003 με προεδρικό διάταγμα ιδρύεται εταιρεία, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με την επωνυμία «Επάνοδος» για τον σκοπό αυτό. Μέχρι σήμερα δεν έχει ακόμη λειτουργήσει.

*Η επανένταξη
των αποφυλακιζομένων φαίνεται να είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη...

«Δεν έχουμε αυταπάτες για τις δυσκολίες. Δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι είναι και αδύνατη. Οσο λιγότερη φυλακή τόσο καλύτερα. Είναι ανάγκη ν' ανοίξει η φυλακή
στην έξω κοινωνία αλλά και να βελτιωθούν οι όροι διαβίωσης μέσα στη φυλακή. Οι κρατούμενες, το ίδιο ισχύει και για τους άντρες, πρέπει να έχουν επαφή με τις οικογένειές τους, να έχουν σημεία αναφοράς στον έξω κόσμο που λειτουργούν και ως κίνητρα γι' αυτές για να βγουν. Πρέπει να είναι εύκολη η πρόσβαση των συγγενών στις φυλακές. Δεν πρέπει να βρίσκονται σε σημεία απομονωμένα και απομακρυσμένα. Θυμάμαι στον Κορυδαλλό έρχονταν Τσιγγανάκια με τα πόδια από διάφορες περιοχές για να δουν τις μητέρες τους, ενώ στην Ολλανδία και στην Αγγλία, για παράδειγμα, βάζουν ειδικά λεωφορεία που δύο φορές την εβδομάδα μεταφέρουν τους συγγενείς και τα παιδιά δωρεάν έως τις φυλακές για να δουν τους γονείς τους. Χρειάζεται και εδώ στην Ελλάδα να αντιμετωπιστούν αυτά τα θέματα». *

Η οδυνηρή εμπειρία της δικαιοσύνης

Πέρα
από την ανάδειξη της ενδοοικογενειακής βίας ως καμβά για την τέλεση εγκλήματος κατά της ζωής από γυναίκες, υπάρχουν και άλλα σημεία στις μελέτες: οι γυναίκες κρατούμενες έφεραν έντονη την οδυνηρή εμπειρία του μηχανισμού απονομής ποινικής δικαιοσύνης.

Οι περισσότερες κρατούμενες υποστηρίζουν ότι οι ποινές τους είναι κατά πολύ αυστηρότερες από τις αντίστοιχες των ανδρών για ανάλογης σοβαρότητας αδικήματα. Αναφέρουν ότι αδικήθηκαν από τα δικαστήρια, θεωρούν πρόβλημα την παρουσία γυναικών δικαστών στην έδρα, καθώς και τη σχεδόν πάντα αρνητική προβολή του θέματος από τα ΜΜΕ. Θεωρούν πως επειδή είναι γυναίκες αντιμετωπίζονται επιβαρυντικά από δικαστήρια, «κοινή γνώμη», ΜΜΕ.

Στη διατριβή γίνεται μνεία και για τα παιδιά τους όταν έχουν τον ένα γονιό «στο χώμα» και τον άλλο «στη φυλακή»: έχοντας
στην ουσία χάσει και τους δύο γονείς, βρίσκονται αντιμέτωπα με διάφορα παρεπόμενα, όπως είναι η ιδέα της «μαμάς - δολοφόνου - συζυγοκτόνου», οι επικρίσεις των ΜΜΕ για τη μητέρα τους, τα σχόλια για την οικογενειακή τους ζωή, τα πειράγματα στο σχολείο.

«Η κοινωνική κατακραυγή είναι πιο έντονη όταν έχουμε γυναικεία παραβατικότητα. Ακόμη και σημειολογικά στα δελτία ειδήσεων η φρασεολογία είναι πιο αυστηρή. Υπάρχει ας πούμε μια ηθικού τύπου κατακραυγή, σαν να επιτρέπεται στους άντρες να είναι βίαιοι ή παραβατικοί, κάτι που στις
γυναίκες είναι ανεπίτρεπτο. Το στερεότυπο του φύλου και όλο αυτό το κλίμα που δημιουργείται έχει πολύ μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη των υποθέσεών τους. Ιδιαίτερα όταν είναι μητέρες, θεωρούν ότι η κοινωνία τις τιμωρεί πιο αυστηρά κρίνοντας ότι απέτυχαν να αντεπεξέλθουν στα μητρικά τους καθήκοντα, και έτσι με τη δικαστική απόφαση τις αποκλείει από την εκτέλεση των μητρικών καθηκόντων που επιτάσσει. Ιδιαίτερότητα της γυναικείας φυλακής αποτελεί το ότι ο στιγματισμός αναφέρεται στη γονική ικανότητα της μητέρας, κάτι που δεν ισχύει για τους άντρες, που δεν χαρακτηρίζονται αυτόματα ανεπαρκείς πατέρες. Οσο για τις γυναικείες συνθέσεις, ενδέχεται για παραδειγματισμό το "καλό δείγμα" του γυναικείου είδους που αντιπροσωπεύουν οι δικαστίνες να είναι πιο αυστηρό απέναντι στις φερόμενες παραπτωματίες του ίδιου φύλου», είναι η ερμηνεία της κοινωνικής ανθρωπολόγου κ. Δέμελη.